Η «Φύση, η μεγάλη Μητέρα» δεν είναι απλώς μια ποιητική έκφραση· είναι η συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, η απαρχή όλων. Από τη Γαία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας μέχρι τα σημερινά δάκρυα της κλιματικής κρίσης, η Γη μάς θρέφει, μάς εμπνέει και μάς καλεί σε επιστροφή και προστασία. Όσο η καταστροφή απειλεί τις θάλασσες, τα βουνά, τους σπόρους, τα πουλιά και τα παιδιά, η Τέχνη μπορεί να γίνει η φωνή που θα αφυπνίσει. Όπως έγραφε ο Ρίτσος: «Αν όλα τα παιδιά της γης…» ενωθούν, ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Κι όπως παρατηρεί ο Σαββόπουλος: «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά… έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα». Και όπως τραγουδούσε ο Ελύτης, «ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει» — μέσα στην αγνότητα, στη μνήμη, στην ελπίδα, στην ποίηση.
Ο Ελύτης μίλησε για την αθωότητα με τους ήχους μιας ποδηλάτισσας που χάνεται πάνω από τα κύματα, ενός γλάρου που δεν ξέρει τι είναι μαχαίρι, ενός κοχυλιού που μένει αφημένο στην άμμο σαν καρδιά. Μέσα από την παιδική καθαρότητα, μέσα από τη μουσική των λέξεων, η φύση ξαναγίνεται οικεία, ζωντανή, φωτεινή. Και το παιδί – το παιδί της γης – γίνεται η μόνη αληθινή φωνή που βλέπει, που νιώθει, που θυμάται.
Γράψτε λοιπόν για τη Μητέρα-Γη όπως θα τη ζωγράφιζε ένα παιδί με λέξεις. Με φως, με θάλασσα, με χώμα, με ουρανό. Με την αγάπη που έχεις για το δέντρο που σκιάζει την αυλή σου ή για το κύμα που μίλησε μόνο σε σένα ένα καλοκαίρι. Όσο ακόμη υπάρχουν παιδιά που «τα ξέρουν όλα» κι όσο υπάρχουν λέξεις που μπορούν να φυτρώσουν σαν θαλασσινό τριφύλλι, υπάρχει ελπίδα.
Και όπως τόσο απλά και τόσο βαθιά έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός στην «Προσευχή των παιδιών»:
Θεὸς χαρίζει στὰ παιδιὰ
τὸ νοῦ τους καὶ τὴ γλώσσα,
νὰ λὲν ὅ,τι ἔχουν στὴν καρδιὰ
καὶ νὰ μαθαίνουν τόσα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ καλὰ παιδιὰ
βράδυ, πρωί, χρωστοῦνε
στὴν προσευχή τους μὲ καρδιὰ
νὰ τὸν εὐχαριστοῦνε.
Η προσευχή αυτή, σαν ποίημα και σαν στάση ζωής, μάς υπενθυμίζει ότι όταν το παιδί μάθει να μιλά με τη γλώσσα της καρδιάς του, τότε υπάρχει ακόμη δρόμος. Για την ποίηση, για τον κόσμο, για τη σωτηρία της Γης.